φασματόγραμμα

φασματόγραμμα
το, -ατος
βλ. φασματογράφημα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • φασματόγραμμα — το, Ν φασματογράφημα. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ. πρβλ. αγγλ. spectrogram < spectro (< λατ. spectrum «φάσμα») + gram (< γράμμα)] …   Dictionary of Greek

  • φασματογράφημα — φασματογράφημα, το και φασματόγραμμα, το, ατος εγγραφή ενός φάσματος με φασματογράφο (βλ. λ.), που γίνεται φωτογραφικά ή με άλλον τρόπο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”